τεθνακοχαλκίδας

τεθνακοχαλκίδας
ὁ, Α
αυτός που θα διακινδύνευε και να πεθάνει για ένα χαλκό νόμισμα, τελείως άφραγκος, εξαθλιωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέθνηκα, παρακμ. τού θνήσκω «πεθαίνω» + χαλκός + κατάλ. -ίδης / -ίδᾱς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”